- κραταιόφρων
- κραταιόφρωνsternmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραταιόφρων — κραταιόφρων, ον (AM) βλοσυρός, αγριωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ευθύ φρων, υψηλό φρων] … Dictionary of Greek
κραταιόφρονος — κραταιόφρων stern gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek